- όρτα
- η, ΝΜ1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες κι αργυρά κλειδιά», δημ. τραγούδιβ. «ἂν ἔλθη φίλος μου ποτὲ τὸν χρόνον νὰ τὸν ἴδω, / τὴν πόρταν ρωμανίζουσιν καὶ ἀφήνουσίν τον ἔξω», Πρόδρ.)νεοελλ.1. ως κύριο όν. η Πόρταη Υψηλή Πύλη, το συμβούλιο τών υπουργών τού σουλτάνου, ο σουλτάνος, η κεφαλή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας2. φρ. α) «αραχνιασμένες πόρτες» — οι πύλες τού Άδηβ) παροιμ. «κάθε πόρτα έχει το καρφί της» — καθένας έχει τα τρωτά του ή τα βάσανα τουγ) «τού 'κλεισε την πόρτα» ή «τού 'δειξε την πόρτα» — τόν έδιωξε με σκαιό τρόποδ) ειρων. «θα σέ πιάσω πόρτα για τον χειμώνα» — δεν είμαι ανόητος ώστε να σού κάνω εξυπηρέτηση που θα αποβεί εις βάρος μουμσν.τα πρόθυρα, ο χρόνος πριν από («ἕως τὰς πόρτας ἔφθασε τοῡ γηρατειοῡ ἐκεῑνος», Διγ. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. porta].
Dictionary of Greek. 2013.