όρτα

όρτα
η, ΝΜ
1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου
2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες κι αργυρά κλειδιά», δημ. τραγούδι
β. «ἂν ἔλθη φίλος μου ποτὲ τὸν χρόνον νὰ τὸν ἴδω, / τὴν πόρταν ρωμανίζουσιν καὶ ἀφήνουσίν τον ἔξω», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. η Πόρτα
η Υψηλή Πύλη, το συμβούλιο τών υπουργών τού σουλτάνου, ο σουλτάνος, η κεφαλή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας
2. φρ. α) «αραχνιασμένες πόρτες» — οι πύλες τού Άδη
β) παροιμ. «κάθε πόρτα έχει το καρφί της» — καθένας έχει τα τρωτά του ή τα βάσανα του
γ) «τού 'κλεισε την πόρτα» ή «τού 'δειξε την πόρτα» — τόν έδιωξε με σκαιό τρόπο
δ) ειρων. «θα σέ πιάσω πόρτα για τον χειμώνα» — δεν είμαι ανόητος ώστε να σού κάνω εξυπηρέτηση που θα αποβεί εις βάρος μου
μσν.
τα πρόθυρα, ο χρόνος πριν από («ἕως τὰς πόρτας ἔφθασε τοῡ γηρατειοῡ ἐκεῑνος», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. porta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ορτά, Βικτόρ — (Baron Victor Horta, Γάνδη 1861 – Έτερμπεκ, Βρυξέλλες 1947). Βέλγος αρχιτέκτονας. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Νέου Ρυθμού και από τους πρώτους που, χρησιμοποιώντας νέα υλικά και αντισυμβατικά αρχιτεκτονικά σχέδια και… …   Dictionary of Greek

  • ὁρτάς — ὁρτά̱ς , ἑορτή feast fem acc pl (ionic) ὁρτά̱ς , ὁρτή feast fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Ατέλα — (Atella). Αρχαία πόλη της Καμπανίας στην Ιταλία. Το 313 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Στον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο τάχθηκε με το μέρος του Αννίβα, γι’ αυτό όταν την κατέλαβαν και πάλι οι Ρωμαίοι (211 π.Χ.) την κατέστρεψαν τελείως. Την εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βέροια — Πόλη (42.910 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας από τη σύστασή του (1946) και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη είναι χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, σε υψόμετρο 130 μ. Χαρακτηριστικά της παλιάς πόλης… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • Ματζόρε, Λίμνη — (ιταλ. Lago Maggiore, γαλλ. Lac Majeur). Λίμνη (212 τ. χλμ.) της βόρειας Ιταλίας και της Ελβετίας. Βρίσκεται πίσω από την αλπική ζώνη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Πιεμόντε· ονομάζεται επίσης και Βερμπάνο (Verbano). Βρίσκεται σε ύψος 193 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”